- οἰοπόλος
- οἰοπόλοςlonelymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οιοπόλος — (I) οἰοπόλος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. (για τόπο) ερημικός, απομονωμένος 2. (για πρόσ.) μοναχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ακρο πόλος]. (II) οἰοπόλος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τού Ερμού) αυτός που … Dictionary of Greek
οἰοπόλον — οἰοπόλος lonely masc/fem acc sg οἰοπόλος lonely neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰοπόλα — οἰοπόλος lonely neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰοπόλοι — οἰοπόλος lonely masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰοπόλοιο — οἰοπόλος lonely masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰοπόλοισι — οἰοπόλος lonely masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰοπόλοισιν — οἰοπόλος lonely masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰοπόλῳ — οἰοπόλος lonely masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκός — ο (AM βοσκός) αυτός που βόσκει, που τρέφει κοπάδι ζώων, ο ποιμένας (αρχ. μσν.) αρχηγός, ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. λέξη που προήλθε πιθ. με απόσπαση από προγενέστερα σύνθετα σε βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ανθο βοσκός, γηρο βοσκός, λωτο βοσκός, προ… … Dictionary of Greek
οιοπολώ — οἰοπολῶ, έω (Α) [οιοπόλος (Ι)] (ποιητ. τ.) 1. (για ποιμένα) περιπλανώμαι στα βουνά, ζω μόνος μου («ὦ φίλε Βάκχεῑε, ποῑ οἰοπολῶν ξανθὰν χαίταν σείεις», Ευρ.) 2. περπατώ … Dictionary of Greek